Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυλωθριαῖος
μυλωθρικός
μυλωθρίς
μύλωθρον
μυλωθρός
μυλών
μυλωνάρχης
μυλωνικός
μυλώνιον
μυλωρός
μυλώτατον
μῦμα
μῦμαρ
μυνάομαι
μυναρός
μυνδάν
μυνδός
μύνη
μυννάκια
μυννακόομαι
μυντιζόμενος
View word page
μυλώτατον
μυλώτατον· προσηνές, Hsch. (Fort. <αἱ>μυλώτατον.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυλώτατον
Headword (normalized):
μυλώτατον
Headword (normalized/stripped):
μυλωτατον
IDX:
69157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69158
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μυλώτατον·</span> <span class="foreign greek">προσηνές</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Fort. <span class="foreign greek">&lt;αἱ&gt;μυλώτατον</span>.)</div><br><br>'}