μυλλαίνω
μυλλαίνω,(μυλλός A)
A). distort the mouth, make mouths or mock at, s.v. σιλλαίνει . μυλλάς, άδος, ἡ,(μύλλω) prostitute, Id.(μυλάς cod.), ( v.l. μυλάς ). μυλλάω, = μυλλαίνω , in pf. μεμύλληκε, μύλλη· λεῖα, Id.; cf. μυμεῖ. μυλλίζω, = μυλλαίνω , and s.v. σιλλαίνει .