Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναλίγκιος
ἀναλικμάω
ἀνάλιος
ἀνάλιπος
ἀναλίσκω
ἀνάλιστος
ἀναλιχμάομαι
ἀναλκάταλλα
ἀνάλκεια
ἀναλκής
ἀνάλκιμος
ἄναλκις
ἀνάλλακτος
ἀναλληγόρητος
ἀναλλοίωτος
ἀνάλλομαι
ἄναλλος
ἄναλμος
ἀνάλμυρος
ἀναλογάδην
ἀναλογεῖον
View word page
ἀνάλκιμος
ἀνάλκ-ιμος, ον, = sq., POxy. 79 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνάλκιμος
Headword (normalized):
ἀνάλκιμος
Headword (normalized/stripped):
αναλκιμος
IDX:
6911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6912
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνάλκ-ιμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 79 </span>.</div><br><br>'}