Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μῦκος
μυκτήρ
μυκτηριάζω
μυκτηρίζω
μυκτήρισμα
μυκτηρισμός
μυκτηριστής
μυκτηρόθεν
μυκτηρόκομπος
μύκωμα
μύκων
μυλαικά
μυλαῖος
μυλακρὶς
μύλακρος
μυλαλγία
μύλαξ
μυλάριον
μυλάσασθαι
μυλεργάτης
μυλεύς
View word page
μύκων
μύκων· σωρός, θημών, Hsch. μυλαβρίς,
A). v. μυλακρίς .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μύκων
Headword (normalized):
μύκων
Headword (normalized/stripped):
μυκων
IDX:
69104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69105
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μύκων·</span> <span class="foreign greek">σωρός, θημών</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">μυλαβρίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μυλακρίς</span> .</div> </div><br><br>'}