Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυκόομαι
μῦκος
μυκτήρ
μυκτηριάζω
μυκτηρίζω
μυκτήρισμα
μυκτηρισμός
μυκτηριστής
μυκτηρόθεν
μυκτηρόκομπος
μύκωμα
μύκων
μυλαικά
μυλαῖος
μυλακρὶς
μύλακρος
μυλαλγία
μύλαξ
μυλάριον
μυλάσασθαι
μυλεργάτης
View word page
μύκωμα
μύκωμα [ῡ],
A). = μύκημα , PMag.Par. 1.657 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μύκωμα
Headword (normalized):
μύκωμα
Headword (normalized/stripped):
μυκωμα
IDX:
69103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69104
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μύκωμα</span> [<span class="foreign greek">ῡ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μύκημα</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.657 </span>.</div> </div><br><br>'}