Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μυκητίας
μυκητικός
μυκήτινος
μυκήτωρ
μύκλα
μυκληρόν
Μύκονος
μυκόομαι
μῦκος
μυκτήρ
μυκτηριάζω
μυκτηρίζω
μυκτήρισμα
μυκτηρισμός
μυκτηριστής
μυκτηρόθεν
μυκτηρόκομπος
μύκωμα
μύκων
μυλαικά
μυλαῖος
View word page
μυκτηριάζω
μυκτηρι-άζω
,
μυκτηρι-ασμός
,
μυκτηρι-αστής
,
A).
=
μυκτηρίζω, -ισμός, -ιστής
,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μυκτηριάζω
Headword (normalized):
μυκτηριάζω
Headword (normalized/stripped):
μυκτηριαζω
IDX:
69096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69097
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μυκτηρι-άζω</span>, <span class="orth greek">μυκτηρι-ασμός</span>, <span class="orth greek">μυκτηρι-αστής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μυκτηρίζω, -ισμός, -ιστής</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}