Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μύκησις
μυκητής
μυκητίας
μυκητικός
μυκήτινος
μυκήτωρ
μύκλα
μυκληρόν
Μύκονος
μυκόομαι
μῦκος
μυκτήρ
μυκτηριάζω
μυκτηρίζω
μυκτήρισμα
μυκτηρισμός
μυκτηριστής
μυκτηρόθεν
μυκτηρόκομπος
μύκωμα
μύκων
View word page
μῦκος
μῦκος· μιαρός, and μυκός· ἄφωνος, κτλ., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μῦκος
Headword (normalized):
μῦκος
Headword (normalized/stripped):
μυκος
IDX:
69094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69095
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῦκος·</span> <span class="foreign greek">μιαρός</span>, and <span class="orth greek">μυκός·</span> <span class="foreign greek">ἄφωνος, κτλ.</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}