Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Μυκήνη
μύκηρος
μύκης
μύκησις
μυκητής
μυκητίας
μυκητικός
μυκήτινος
μυκήτωρ
μύκλα
μυκληρόν
Μύκονος
μυκόομαι
μῦκος
μυκτήρ
μυκτηριάζω
μυκτηρίζω
μυκτήρισμα
μυκτηρισμός
μυκτηριστής
μυκτηρόθεν
View word page
μυκληρόν
μυκληρόν· συνεχές, ἀχανές, Hsch. μύκον,
A). v. μυκάομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυκληρόν
Headword (normalized):
μυκληρόν
Headword (normalized/stripped):
μυκληρον
IDX:
69091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69092
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μυκληρόν·</span> <span class="foreign greek">συνεχές, ἀχανές</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">μύκον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μυκάομαι</span> .</div> </div><br><br>'}