μύκηρος
μύκηρος, ὁ,
A). = ἀμυγδάλη , almond, Lacon. and Tenian word, ap. : Lacon. also 2.52c μούκηρος Pamphil.ib. 53b :—hence μουκηρόβατος (leg.-βαγός, i. e.-vᾱγός from ἄγνυμι), ὁ, = καρυοκατάκτης , Id.ibid.; written μουκηρόβας in