Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυιόπτερον
μυιοσόβη
μυιοσόβιον
μυιοσόβος
μυΐσκη
μυῖτις
μυιώδης
μυιών
μυκάμων
μυκάομαι
μυκαρίς
μυκή1
μύκη2
μυκηδόν
μυκηθμός
μύκημα
Μυκήνη
μύκηρος
μύκης
μύκησις
μυκητής
View word page
μυκαρίς
μυκαρίς· νυκτερίς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυκαρίς
Headword (normalized):
μυκαρίς
Headword (normalized/stripped):
μυκαρις
IDX:
69075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69076
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μυκαρίς·</span> <span class="foreign greek">νυκτερίς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}