Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυθοποιός
μῦθος
μυθουργέω
μυθούργημα
μυθουργία
μυθύδριον
μυθώδης
μυθωδικός
μυθῳδός
μυῖα1
μυία2
μυίαγρος
μυΐδιον
μυιϊκός
μυΐνδα
μύϊνος
μυιοειδής
μυιοθήρας
μυιοκέφαλον
μυιόπτερον
μυιοσόβη
View word page
μυία2
μυία· κοινά, ἀναιδῆ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυία2
Headword (normalized):
μυία
Headword (normalized/stripped):
μυια2
IDX:
69056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69057
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μυία·</span> <span class="foreign greek">κοινά, ἀναιδῆ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}