Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναληπτέον
ἀναληπτήρ
ἀναληπτικός
ἀναληπτρίς
ἀναλῆσαι
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλθητος
ἀναλίγκιος
ἀναλικμάω
ἀνάλιος
ἀνάλιπος
ἀναλίσκω
ἀνάλιστος
ἀναλιχμάομαι
ἀναλκάταλλα
ἀνάλκεια
ἀναλκής
ἀνάλκιμος
ἄναλκις
ἀνάλλακτος
View word page
ἀνάλιος
ἀνάλιος, ον, Dor. for ἀνήλιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνάλιος
Headword (normalized):
ἀνάλιος
Headword (normalized/stripped):
αναλιος
IDX:
6903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6904
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνάλιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ἀνήλιος.</span> </div><br><br>'}