Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μύθα
μυθαρεύομαι
μυθάριον
μυθάρχοι
μυθέομαι
μύθευμα
μυθεύω
μυθέω
μυθηγορέω
μυθήρια
μυθητῆρες
μυθητής
μυθιάζομαι
μυθίαμβοι
μυθίδιον
μυθίζω
μυθιήτης
μυθικός
μυθίσδω
μυθιστορία
μυθιστορικός
View word page
μυθητῆρες
μῡθ-ητῆρες· στασιασταί, Hsch.; cf. μυθιήτης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυθητῆρες
Headword (normalized):
μυθητῆρες
Headword (normalized/stripped):
μυθητηρες
IDX:
69014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69015
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῡθ-ητῆρες·</span> <span class="foreign greek">στασιασταί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">μυθιήτης</span>.</div><br><br>'}