Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυήλα
μύησις
μυηφόνον
μύθα
μυθαρεύομαι
μυθάριον
μυθάρχοι
μυθέομαι
μύθευμα
μυθεύω
μυθέω
μυθηγορέω
μυθήρια
μυθητῆρες
μυθητής
μυθιάζομαι
μυθίαμβοι
μυθίδιον
μυθίζω
μυθιήτης
μυθικός
View word page
μυθέω
μῡθ-έω,
A). v. μυθέομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυθέω
Headword (normalized):
μυθέω
Headword (normalized/stripped):
μυθεω
IDX:
69011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69012
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῡθ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μυθέομαι</span> .</div> </div><br><br>'}