Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναλειψία
ἀναλεκτέον
ἀναλέκτης
ἀνάλεκτος
ἀναλήθης
ἀνάλημμα
ἀναληπτέον
ἀναληπτήρ
ἀναληπτικός
ἀναληπτρίς
ἀναλῆσαι
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλθητος
ἀναλίγκιος
ἀναλικμάω
ἀνάλιος
ἀνάλιπος
ἀναλίσκω
ἀνάλιστος
ἀναλιχμάομαι
View word page
ἀναλῆσαι
ἀνα-λῆσαι· ἀνατρέψαι, Hsch. (fort. -λῦσαι).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναλῆσαι
Headword (normalized):
ἀναλῆσαι
Headword (normalized/stripped):
αναλησαι
IDX:
6897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6898
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνα-λῆσαι·</span> <span class="foreign greek">ἀνατρέψαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">-λῦσαι</span>).</div><br><br>'}