Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μοχλία
μοχλικός
μοχλίον
μοχλίσκος
μοχλοειδής
μοχλόλιθος
μοχλός
μοχλόω
μοχοῖ
Μοψοπία
μόψος
μῦ
μῦα
μυάγρα
μύαγρος
μυάκανθος
μυάκιον
μυαλός
μύαξ
μυάω
μυγαλῆ
View word page
μόψος
μόψος· κηλὶς ἡ ἐν τοῖς ἱματίοις ( Cypr.), Hsch. μόων· μόθων, Id.


ShortDef

Mopsus

Debugging

Headword:
μόψος
Headword (normalized):
μόψος
Headword (normalized/stripped):
μοψος
IDX:
68955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68956
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μόψος·</span> <span class="foreign greek">κηλὶς ἡ ἐν τοῖς ἱματίοις</span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cypr.</span></span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">μόων·</span> <span class="foreign greek">μόθων</span>, Id.</div><br><br>'}