μοχλεία
μοχλ-εία, ἡ, = sq. 1 , Ph. 259b20 , Supp.Epigr. 2.569.19 (Didyma, ii B.C.), Fr. 27J. (written μοχλίαις), ; 49.4.72 μ. τῶν ὀδόντων
A). extraction of teeth, ;[ 18(2).592 ὀστῶν] reduction of dislocations, : metaph., 19.461 dislodgement of chronic disease, esp. by exercise, μοχλείας δεῖσθαι ap. , 6.1.1 ; 17(1).839 πρὸς ἀνάμνησιν δέονται τῆς μ. [αἱ ψυχαί] Fr. 7.19 , cf. in Grg. p.279