ἀνάλημμα
ἀνά-λημμα, ατος, τό,
II). any high erection or embankment, esp. of substructures or retaining-walls, SIG 2587.20 , SIG 290 (Delph.), 813 A 5 (Delph.), IG 11.163A38 (Delos), cf. 165.33 , : pl., 17.71 , 20.36 , 3.69 IG 4.203.21 ; τὸ ἀ. τῆς πόλεως Δαυίδ 2 Ch. 32.5 ; ἀ. ὑψηλὸν περιβόλου ἱεροῦ ib. Si. 50.2 .
III). sun-dial, CIG 2681 , . 9.7.7
IV). = μέρος τι τοῦ ἥπατος ,