Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μουσοφιλής
μουσοφίλητος
μουσοχαρής
μουσόω
μουστάκιον
μουστάριον
μουστόπιττα
μοῦστος
μούσχανον
μουσῳδός
μούσωνες
μοχθέω
μοχθήεις
μόχθημα
μοχθηρία
μοχθηρόομαι
μοχθηρός
μοχθητέον
μοχθίζω
μόχθος
μοχθόω
View word page
μούσωνες
μούσωνες·
οἱ κορυφαῖοι τῶν μαγείρων, καὶ οἱ τεχνῖται
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μούσωνες
Headword (normalized):
μούσωνες
Headword (normalized/stripped):
μουσωνες
IDX:
68927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68928
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μούσωνες·</span> <span class="foreign greek">οἱ κορυφαῖοι τῶν μαγείρων, καὶ οἱ τεχνῖται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}