Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μουσουργός
μουσόφθαρτος
μουσοφιλής
μουσοφίλητος
μουσοχαρής
μουσόω
μουστάκιον
μουστάριον
μουστόπιττα
μοῦστος
μούσχανον
μουσῳδός
μούσωνες
μοχθέω
μοχθήεις
μόχθημα
μοχθηρία
μοχθηρόομαι
μοχθηρός
μοχθητέον
μοχθίζω
View word page
μούσχανον
μούσχανον·
τὸ βλαστόν
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μούσχανον
Headword (normalized):
μούσχανον
Headword (normalized/stripped):
μουσχανον
IDX:
68925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68926
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μούσχανον·</span> <span class="foreign greek">τὸ βλαστόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}