Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μουσοπαλαιολύμας
μουσοπάτακτος
μουσόπλαστος
μουσόπνοος
μουσοποιέω
μουσοποιός
μουσοπόλος
μουσοπρόσωπος
μουσόρρυτος
μουσοτέχνης
μουσοτραφής
μουσουργέω
μουσουργία
μουσουργικός
μουσουργός
μουσόφθαρτος
μουσοφιλής
μουσοφίλητος
μουσοχαρής
μουσόω
μουστάκιον
View word page
μουσοτραφής
μουσο-τρᾰφής, ές,
A). reared by the Muses, Eust. 124.25 .


ShortDef

reared by the Muses

Debugging

Headword:
μουσοτραφής
Headword (normalized):
μουσοτραφής
Headword (normalized/stripped):
μουσοτραφης
IDX:
68911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68912
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μουσο-τρᾰφής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">reared by the Muses</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:124:25" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:124.25/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 124.25 </a>.</div> </div><br><br>'}