Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μουσομανία
μουσόμαντις
μουσομήτωρ
μουσοπαλαιολύμας
μουσοπάτακτος
μουσόπλαστος
μουσόπνοος
μουσοποιέω
μουσοποιός
μουσοπόλος
μουσοπρόσωπος
μουσόρρυτος
μουσοτέχνης
μουσοτραφής
μουσουργέω
μουσουργία
μουσουργικός
μουσουργός
μουσόφθαρτος
μουσοφιλής
μουσοφίλητος
View word page
μουσοπρόσωπος
μουσο-πρόσωπος, ον,
A). musical-looking, AP 9.570 ( Phld.).


ShortDef

musical-looking

Debugging

Headword:
μουσοπρόσωπος
Headword (normalized):
μουσοπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
μουσοπροσωπος
IDX:
68908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68909
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μουσο-πρόσωπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">musical-looking,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 9.570 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span></span>).</div> </div><br><br>'}