Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μουσοκόλαξ
μουσοληπτέομαι
μουσόληπτος
μουσομανέω
μουσομανής
μουσομανία
μουσόμαντις
μουσομήτωρ
μουσοπαλαιολύμας
μουσοπάτακτος
μουσόπλαστος
μουσόπνοος
μουσοποιέω
μουσοποιός
μουσοπόλος
μουσοπρόσωπος
μουσόρρυτος
μουσοτέχνης
μουσοτραφής
μουσουργέω
μουσουργία
View word page
μουσόπλαστος
μουσό-πλαστος, ον,
A). ornamented, λάρναξ IG 14.1347 .


ShortDef

ornamented

Debugging

Headword:
μουσόπλαστος
Headword (normalized):
μουσόπλαστος
Headword (normalized/stripped):
μουσοπλαστος
IDX:
68903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68904
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μουσό-πλαστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ornamented</span>, <span class="quote greek">λάρναξ</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 14.1347 </span> .</div> </div><br><br>'}