Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄγλις
ἄγλισχρος
ἀγλίτης
ἄγλυ
ἀγλυκής
ἄγλυφος
ἀγλῶν
ἀγλωσσία
ἄγλωσσος
ἀγλῶστα
ἀγλωστῖναι
ἄγμα
ἀγμείονες
ἀγμός
ἀγναῖος
ἄγναμπτος
ἄγναπτος
ἄγναφος
ἁγνεία
ἅγνευμα
ἁγνευτήριον
View word page
ἀγλωστῖναι
ἀγλ-ωστῖναι· γογγυλίδες, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγλωστῖναι
Headword (normalized):
ἀγλωστῖναι
Headword (normalized/stripped):
αγλωστιναι
IDX:
688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-689
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγλ-ωστῖναι·</span> <span class="foreign greek">γογγυλίδες</span>, Id.</div><br><br>'}