Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μουσίδδει
μουσίζω
μουσικεύομαι
μουσική
μουσικός
μουσικτάς
μουσίσδω
μούσμων
μουσόδομος
μουσοδόνημα
μουσοεργός
μουσοκόλαξ
μουσοληπτέομαι
μουσόληπτος
μουσομανέω
μουσομανής
μουσομανία
μουσόμαντις
μουσομήτωρ
μουσοπαλαιολύμας
μουσοπάτακτος
View word page
μουσοεργός
μουσο-εργός,
A). v. μουσουργός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μουσοεργός
Headword (normalized):
μουσοεργός
Headword (normalized/stripped):
μουσοεργος
IDX:
68892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68893
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μουσο-εργός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μουσουργός</span> .</div> </div><br><br>'}