Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Μούσειος
Μουσηγέτης
μουσιάζω
μουσιάριος
μουσίδδει
μουσίζω
μουσικεύομαι
μουσική
μουσικός
μουσικτάς
μουσίσδω
μούσμων
μουσόδομος
μουσοδόνημα
μουσοεργός
μουσοκόλαξ
μουσοληπτέομαι
μουσόληπτος
μουσομανέω
μουσομανής
μουσομανία
View word page
μουσίσδω
μουσίσδω, Dor. for μουσίζω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μουσίσδω
Headword (normalized):
μουσίσδω
Headword (normalized/stripped):
μουσισδω
IDX:
68888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68889
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μουσίσδω</span>, Dor. for <span class="foreign greek">μουσίζω</span>.</div><br><br>'}