Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Μοῦσα
Μουσαγέτας
Μουσαϊσταί
μούσαξ
μουσάριον
Μούσαρχος
Μουσεῖον
Μούσειος
Μουσηγέτης
μουσιάζω
μουσιάριος
μουσίδδει
μουσίζω
μουσικεύομαι
μουσική
μουσικός
μουσικτάς
μουσίσδω
μούσμων
μουσόδομος
μουσοδόνημα
View word page
μουσιάριος
μους-ιάριος, ,
A). mosaic-worker, μ. κεντητής prob. in Edict.Diocl. 7.6 .


ShortDef

mosaic-worker

Debugging

Headword:
μουσιάριος
Headword (normalized):
μουσιάριος
Headword (normalized/stripped):
μουσιαριος
IDX:
68881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68882
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μους-ιάριος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mosaic-worker</span>, <span class="foreign greek">μ. κεντητής</span> prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Edict.Diocl.</span> 7.6 </span>.</div> </div><br><br>'}