Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μουία
μουκτηριᾷ
μουλάριον
μούλη
μουλίων
μουναδόν
μουνάξ
μουναρχέω
μουνιαδικόν
μουνιάς
μουνογενής
μουνοέτις
Μουνυχία
Μουνυχίαζε
Μουνυχίαθεν
Μουνυχίασι
Μουνυχιών
μουνώψ
μούρσινος
Μοῦσα
Μουσαγέτας
View word page
μουνογενής
μουνο-γενής, μουνό-γονος, μουνό-λιθος, μουνο-μήτωρ, μουνο-τόκος, μουνόω, etc., v. μονο-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μουνογενής
Headword (normalized):
μουνογενής
Headword (normalized/stripped):
μουνογενης
IDX:
68862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68863
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μουνο-γενής</span>, <span class="orth greek">μουνό-γονος</span>, <span class="orth greek">μουνό-λιθος</span>, <span class="orth greek">μουνο-μήτωρ</span>, <span class="orth greek">μουνο-τόκος</span>, <span class="orth greek">μουνόω</span>, etc., v. <span class="itype greek">μονο</span>-.</div><br><br>'}