Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μότωσις
μουγκρίζω
μουία
μουκτηριᾷ
μουλάριον
μούλη
μουλίων
μουναδόν
μουνάξ
μουναρχέω
μουνιαδικόν
μουνιάς
μουνογενής
μουνοέτις
Μουνυχία
Μουνυχίαζε
Μουνυχίαθεν
Μουνυχίασι
Μουνυχιών
μουνώψ
μούρσινος
View word page
μουνιαδικόν
μουνιᾰδικόν
,
τό
,
A).
=
βουνιάς
, prob. in
Edict.Diocl.
6.16
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μουνιαδικόν
Headword (normalized):
μουνιαδικόν
Headword (normalized/stripped):
μουνιαδικον
IDX:
68860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68861
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μουνιᾰδικόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βουνιάς</span> , prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Edict.Diocl.</span> 6.16 </span>.</div> </div><br><br>'}