Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μοτόω
μοτρογένειος
μοττίας
μοτώ
μοτώδης
μότωμα
μότωσις
μουγκρίζω
μουία
μουκτηριᾷ
μουλάριον
μούλη
μουλίων
μουναδόν
μουνάξ
μουναρχέω
μουνιαδικόν
μουνιάς
μουνογενής
μουνοέτις
Μουνυχία
View word page
μουλάριον
μουλ-άριον, τό, Dim. of sq., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μουλάριον
Headword (normalized):
μουλάριον
Headword (normalized/stripped):
μουλαριον
IDX:
68854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68855
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μουλ-άριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of sq., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}