Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μοτοφύλαξ
μοτόω
μοτρογένειος
μοττίας
μοτώ
μοτώδης
μότωμα
μότωσις
μουγκρίζω
μουία
μουκτηριᾷ
μουλάριον
μούλη
μουλίων
μουναδόν
μουνάξ
μουναρχέω
μουνιαδικόν
μουνιάς
μουνογενής
μουνοέτις
View word page
μουκτηριᾷ
μουκτηριᾷ
(
-τυριᾷ
cod.)
· σκαρδαμύττει
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μουκτηριᾷ
Headword (normalized):
μουκτηριᾷ
Headword (normalized/stripped):
μουκτηρια
IDX:
68853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68854
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μουκτηριᾷ</span> (<span class="foreign greek">-τυριᾷ</span> cod.)<span class="foreign greek">· σκαρδαμύττει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}