Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μοσχοτρόφια
μοσχοτρόφος
μοσχοφάγος
μότα
μοτάριον
μότημα
μοτός
μοτοφυλάκιον
μοτοφύλαξ
μοτόω
μοτρογένειος
μοττίας
μοτώ
μοτώδης
μότωμα
μότωσις
μουγκρίζω
μουία
μουκτηριᾷ
μουλάριον
μούλη
View word page
μοτρογένειος
μοτρογένειος, ον,
A). with a thin straggling beard, Hsch.


ShortDef

with a thin straggling beard

Debugging

Headword:
μοτρογένειος
Headword (normalized):
μοτρογένειος
Headword (normalized/stripped):
μοτρογενειος
IDX:
68845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68846
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μοτρογένειος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with a thin straggling beard</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}