Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνάλαμψις
ἀναλγής
ἀναλγησία
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλδήσκω
ἀναλεαίνω
ἀναλέγω
ἀναλεῖ
ἀναλειόω
ἀναλείωσις
ἀνάλειπτος
ἀναλείφω
ἀναλείχω
ἀναλειψία
ἀναλεκτέον
ἀναλέκτης
ἀνάλεκτος
ἀναλήθης
ἀνάλημμα
ἀναληπτέον
View word page
ἀναλείωσις
ἀναλεί-ωσις
,
εως
,
ἡ
,
Id.
p.254
B.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀναλείωσις
Headword (normalized):
ἀναλείωσις
Headword (normalized/stripped):
αναλειωσις
IDX:
6883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6884
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναλεί-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> p.254 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> </span> </div><br><br>'}