Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μόσχος
μόσχος
μόσχοϲ
μοσχοσφραγιστής
μοσχόταυρος
μοσχοτομέα
μοσχοτόμος
μοσχοτρόφια
μοσχοτρόφος
μοσχοφάγος
μότα
μοτάριον
μότημα
μοτός
μοτοφυλάκιον
μοτοφύλαξ
μοτόω
μοτρογένειος
μοττίας
μοτώ
μοτώδης
View word page
μότα
μότα
,
τά
,
A).
=
Σαρδιαναὶ βάλανοι
,
Dsc.
1.106
codd.; cf.
ἄμωτον
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μότα
Headword (normalized):
μότα
Headword (normalized/stripped):
μοτα
IDX:
68838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68839
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μότα</span>, <span class="gen greek">τά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">Σαρδιαναὶ βάλανοι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.106 </span> codd.; cf. <span class="foreign greek">ἄμωτον</span>.</div> </div><br><br>'}