Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μοσχοθύτης
μοσχομάγειρος
μοσχοποιέω
μόσχος
μόσχος
μόσχοϲ
μοσχοσφραγιστής
μοσχόταυρος
μοσχοτομέα
μοσχοτόμος
μοσχοτρόφια
μοσχοτρόφος
μοσχοφάγος
μότα
μοτάριον
μότημα
μοτός
μοτοφυλάκιον
μοτοφύλαξ
μοτόω
μοτρογένειος
View word page
μοσχοτρόφια
μοσχο-τρόφια, τά,
A). farms for calf-breeding, PTeb.ined. 703.69 .


ShortDef

farms for calf-breeding

Debugging

Headword:
μοσχοτρόφια
Headword (normalized):
μοσχοτρόφια
Headword (normalized/stripped):
μοσχοτροφια
IDX:
68835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68836
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μοσχο-τρόφια</span>, <span class="gen greek">τά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">farms for calf-breeding, PTeb.ined.</span> <span class="bibl"> 703.69 </span>.</div> </div><br><br>'}