Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μοσχίον
μόσχιος
μοσχίτης
μοσχοθύτης
μοσχομάγειρος
μοσχοποιέω
μόσχος
μόσχος
μόσχοϲ
μοσχοσφραγιστής
μοσχόταυρος
μοσχοτομέα
μοσχοτόμος
μοσχοτρόφια
μοσχοτρόφος
μοσχοφάγος
μότα
μοτάριον
μότημα
μοτός
μοτοφυλάκιον
View word page
μοσχόταυρος
μοσχό-ταυρος, ,
A). bull-calf, Al. Le. 4.3 .


ShortDef

bull-calf

Debugging

Headword:
μοσχόταυρος
Headword (normalized):
μοσχόταυρος
Headword (normalized/stripped):
μοσχοταυρος
IDX:
68832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68833
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μοσχό-ταυρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bull-calf</span>, Al.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Le.</span> 4.3 </span>.</div> </div><br><br>'}