Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μοσχίας
μοσχίδιον
μοσχίναι
μοσχίνδα
μόσχινος
μοσχίον
μόσχιος
μοσχίτης
μοσχοθύτης
μοσχομάγειρος
μοσχοποιέω
μόσχος
μόσχος
μόσχοϲ
μοσχοσφραγιστής
μοσχόταυρος
μοσχοτομέα
μοσχοτόμος
μοσχοτρόφια
μοσχοτρόφος
μοσχοφάγος
View word page
μοσχοποιέω
μοσχο-ποιέω,
A). make a calf, Act.Ap. 7.41 .


ShortDef

to make a calf

Debugging

Headword:
μοσχοποιέω
Headword (normalized):
μοσχοποιέω
Headword (normalized/stripped):
μοσχοποιεω
IDX:
68827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68828
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μοσχο-ποιέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">make a calf,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Act.Ap.</span> 7.41 </span>.</div> </div><br><br>'}