Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μοσχῆ
μοσχίας
μοσχίδιον
μοσχίναι
μοσχίνδα
μόσχινος
μοσχίον
μόσχιος
μοσχίτης
μοσχοθύτης
μοσχομάγειρος
μοσχοποιέω
μόσχος
μόσχος
μόσχοϲ
μοσχοσφραγιστής
μοσχόταυρος
μοσχοτομέα
μοσχοτόμος
μοσχοτρόφια
μοσχοτρόφος
View word page
μοσχομάγειρος
μοσχο-μάγειρος
[
ᾰ],
,
A).
calf-butcher,
POxy.
1764.6
(iii A.D.).
ShortDef
calf-butcher
Debugging
Headword:
μοσχομάγειρος
Headword (normalized):
μοσχομάγειρος
Headword (normalized/stripped):
μοσχομαγειρος
IDX:
68826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68827
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μοσχο-μάγειρος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">calf-butcher,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1764.6 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}