Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μόσχειος
μοσχέλαιον
μόσχευμα
μοσχευματικὴ
μόσχευσις
μοσχεύω
μοσχῆ
μοσχίας
μοσχίδιον
μοσχίναι
μοσχίνδα
μόσχινος
μοσχίον
μόσχιος
μοσχίτης
μοσχοθύτης
μοσχομάγειρος
μοσχοποιέω
μόσχος
μόσχος
μόσχοϲ
View word page
μοσχίνδα
μοσχ-ίνδα· τὸ ἑξῆς, καὶ ἀνελλιπῶς, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μοσχίνδα
Headword (normalized):
μοσχίνδα
Headword (normalized/stripped):
μοσχινδα
IDX:
68820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68821
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μοσχ-ίνδα·</span> <span class="foreign greek">τὸ ἑξῆς, καὶ ἀνελλιπῶς</span>, Id.</div><br><br>'}