Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
ἀνάλαμψις
ἀναλγής
ἀναλγησία
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλδήσκω
ἀναλεαίνω
ἀναλέγω
ἀναλεῖ
ἀναλειόω
ἀναλείωσις
ἀνάλειπτος
ἀναλείφω
ἀναλείχω
ἀναλειψία
ἀναλεκτέον
ἀναλέκτης
ἀνάλεκτος
ἀναλήθης
View word page
ἀναλεῖ
ἀναλεῖ· σχολάζει ( Tarent.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναλεῖ
Headword (normalized):
ἀναλεῖ
Headword (normalized/stripped):
αναλει
IDX:
6881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6882
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναλεῖ·</span> <span class="foreign greek">σχολάζει</span> ( Tarent.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}