Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Μοσσύνοικοι
μόσυλον
Μόσυχλος
μοσχανοσῖτος
μοσχάριον
μοσχάς
μοσχεία
μόσχειος
μοσχέλαιον
μόσχευμα
μοσχευματικὴ
μόσχευσις
μοσχεύω
μοσχῆ
μοσχίας
μοσχίδιον
μοσχίναι
μοσχίνδα
μόσχινος
μοσχίον
μόσχιος
View word page
μοσχευματικὴ
μοσχ-ευματικὴ ῥάβδος,
A). malleolaris, Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μοσχευματικὴ
Headword (normalized):
μοσχευματικὴ
Headword (normalized/stripped):
μοσχευματικη
IDX:
68813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68814
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μοσχ-ευματικὴ</span> <span class="foreign greek">ῥάβδος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">malleolaris,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}