Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀγλιθάριον
ἄγλις
ἄγλισχρος
ἀγλίτης
ἄγλυ
ἀγλυκής
ἄγλυφος
ἀγλῶν
ἀγλωσσία
ἄγλωσσος
ἀγλῶστα
ἀγλωστῖναι
ἄγμα
ἀγμείονες
ἀγμός
ἀγναῖος
ἄγναμπτος
ἄγναπτος
ἄγναφος
ἁγνεία
ἅγνευμα
View word page
ἀγλῶστα
ἀγλ-ῶστα·
ἔντριμμα γυναικεῖον
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀγλῶστα
Headword (normalized):
ἀγλῶστα
Headword (normalized/stripped):
αγλωστα
IDX:
687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-688
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγλ-ῶστα·</span> <span class="foreign greek">ἔντριμμα γυναικεῖον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}