Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μορμύρος
μορμύρω
μορμυρωπός
μορμύσσομαι
Μορμώ
μορμωτός
μορνάμενος
μορόεις
μόρον
μόροξος
μοροπονέω
μόρος
μόροττον
μόροχθος
μόρρια
μόρσιμος
μορτή
μορτοβάτη
μορτός
μορύσσω
Μόρυχος
View word page
μοροπονέω
μοροπονέω,
A). = κακοπαθέω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μοροπονέω
Headword (normalized):
μοροπονέω
Headword (normalized/stripped):
μοροπονεω
IDX:
68772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68773
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μοροπονέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κακοπαθέω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}