Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μορμορωπός
μόρμυλος
μορμύνω
μορμυρίζω
μορμύρος
μορμύρω
μορμυρωπός
μορμύσσομαι
Μορμώ
μορμωτός
μορνάμενος
μορόεις
μόρον
μόροξος
μοροπονέω
μόρος
μόροττον
μόροχθος
μόρρια
μόρσιμος
μορτή
View word page
μορνάμενος
μορνάμενος· μαχόμενος, Hsch. ( Aeol. for μαρνάμενος.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μορνάμενος
Headword (normalized):
μορνάμενος
Headword (normalized/stripped):
μορναμενος
IDX:
68768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68769
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μορνάμενος·</span> <span class="foreign greek">μαχόμενος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> ( Aeol. for <span class="foreign greek">μαρνάμενος</span>.)</div><br><br>'}