Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονοχρώματος
μονόχρωμος
μονόχωρος
μονόψηφος
μονόω
μονόωρος
μονῳδέω
μονώδης
μονῳδία
μονῳδικός
μονῴδιον
μονῳδός
μονώνυχος
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μόνωτος
μονώψ1
μόνωψ2
μόρα
μοράζομαι
View word page
μονῴδιον
μονῴδ-ιον, τό, Dim. of μονῳδία, Diom. p.492 K.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονῴδιον
Headword (normalized):
μονῴδιον
Headword (normalized/stripped):
μονωδιον
IDX:
68726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68727
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονῴδ-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">μονῳδία</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4175.tlg002:p.492" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4175.tlg002:p.492/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Diom.</span> p.492 </a> K.</div><br><br>'}