Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονόφυλος
μονόφωνος
μονοχάλινος
μονόχειρ
μονοχέρια
μονόχηλος
μονοχίτων
μονοχορδίζω
μονόχορδος
μονόχροιος
μονοχρονέω
μονόχρονος
μονόχροος
μονοχρώματος
μονόχρωμος
μονόχωρος
μονόψηφος
μονόω
μονόωρος
μονῳδέω
μονώδης
View word page
μονοχρονέω
μονο-χρονέω, in Prosody,
A). occupy one time-unit, AB 1150 .


ShortDef

occupy one time-unit

Debugging

Headword:
μονοχρονέω
Headword (normalized):
μονοχρονέω
Headword (normalized/stripped):
μονοχρονεω
IDX:
68713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68714
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-χρονέω</span>, in Prosody, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">occupy one time-unit,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AB</span> 1150 </span>.</div> </div><br><br>'}