Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονοφαγέω
μονοφαγία
μονοφάγος
μονοφαλαγγία
μονόφαντος
μονόφθαλμος
μονόφθογγος
μονοφθόρους
μονοφιλής
μονόφορβος
μονοφόρος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόφυλλος
μονόφυλος
μονόφωνος
μονοχάλινος
μονόχειρ
μονοχέρια
μονόχηλος
View word page
μονοφόρος
μονο-φόρος, v.-φθόρους.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονοφόρος
Headword (normalized):
μονοφόρος
Headword (normalized/stripped):
μονοφορος
IDX:
68698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68699
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-φόρος</span>, v.-<span class="foreign greek">φθόρους</span>.</div><br><br>'}