Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονόυλος
μονουχία
μονοφαγέω
μονοφαγία
μονοφάγος
μονοφαλαγγία
μονόφαντος
μονόφθαλμος
μονόφθογγος
μονοφθόρους
μονοφιλής
μονόφορβος
μονοφόρος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόφυλλος
μονόφυλος
μονόφωνος
μονοχάλινος
μονόχειρ
View word page
μονοφιλής
μονο-φῐλής, ές,
A). sole friend, Sch. Juv. 3.121 .


ShortDef

sole friend

Debugging

Headword:
μονοφιλής
Headword (normalized):
μονοφιλής
Headword (normalized/stripped):
μονοφιλης
IDX:
68696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68697
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-φῐλής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sole friend</span>, Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Juv.</span> 3.121 </span>.</div> </div><br><br>'}