Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονούατος
μονόυλος
μονουχία
μονοφαγέω
μονοφαγία
μονοφάγος
μονοφαλαγγία
μονόφαντος
μονόφθαλμος
μονόφθογγος
μονοφθόρους
μονοφιλής
μονόφορβος
μονοφόρος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόφυλλος
μονόφυλος
μονόφωνος
μονοχάλινος
View word page
μονοφθόρους
μονο-φθόρους· μονοφόρους, ὄνους, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονοφθόρους
Headword (normalized):
μονοφθόρους
Headword (normalized/stripped):
μονοφθορους
IDX:
68695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68696
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-φθόρους·</span> <span class="foreign greek">μονοφόρους, ὄνους</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}