Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονοτροφία
μονότροχος
μόνουα
μονούατος
μονόυλος
μονουχία
μονοφαγέω
μονοφαγία
μονοφάγος
μονοφαλαγγία
μονόφαντος
μονόφθαλμος
μονόφθογγος
μονοφθόρους
μονοφιλής
μονόφορβος
μονοφόρος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόφυλλος
View word page
μονόφαντος
μονό-φαντος, ον,
A). visible alone, Hsch.


ShortDef

visible alone

Debugging

Headword:
μονόφαντος
Headword (normalized):
μονόφαντος
Headword (normalized/stripped):
μονοφαντος
IDX:
68692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68693
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονό-φαντος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">visible alone</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}